Tuesday, July 29, 2008

ΘΕΜΑΤΑ ΣΛΑΒΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

1. Ιστορικές αναλογίες: Η σλαβική παρουσία στον ελληνόφωνο και το γερμανόφωνο χώρο

2. Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων

3. Πρώιμες ειδήσεις για τους Βλάχους στην Περιοχή του Βερμίου

4.Πτυχές της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς των Βαλκανικών λαών

5. Από την επικοινωνία Ελλήνων και Σλάβων κατά το Μεσαίωνα: η σλαβική ονοματοθεσία της Θεσσαλονίκης

--------------------------------

Ιστορικές αναλογίες: Η σλαβική παρουσία στον ελληνόφωνο και το γερμανόφωνο χώρο

Ο σλαβικός κόσμος αποτελεί, εδώ και 14 αιώνες, μιαν από τις σταθερές, η οποία δεσπόζει καθοριστικά στην εθνολογική, γλωσσική και την πολιτιστική φυσιογνωμία ενός μεγάλου μέρους της γηραιάς Ηπείρου. Εθνογλωσσικό στοιχείο, το οποίο επί πολλούς αιώνες μετά την εμφάνισή του στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής ιστορίας, θα διαφυλάξει πολλά αρχέγονα χαρακτηριστικά της Ινδοευρωπαϊκής, οι Σλάβοι αποτελούν το τελευταίο χρονολογικά κύμα της λεγόμενης μεγάλης μετανάστευσης των λαών στην Ευρώπη. Ακολουθώντας, σ’ ένα μικρό τους μέρος, το τουρκικό φύλο των Αβάρων οι Σλάβοι θα εγκαταλείψουν τη γεωγραφική τους κοιτίδα για να εγκατασταθούν στις νέες τους πατρίδες.

Το καθοριστικό εκείνο στοιχείο που προσδίδει ιδιαιτερότητα στη σλαβική παρουσία στην Ευρώπη (χαρακτηριστικό, το οποίο θα πρέπει να συγκρατήσουμε, μια και έχει άμεση σχέση με τη δική μας στενότερη προβληματική) είναι οι συνθήκες, οι οποίες, αντικειμενικά, υπαγορεύουν το σλαβικό εποικισμό στη Β., την Κεντρική και τη ΝΑ Ευρώπη. Σε αντίθεση με τα γερμανογενή φύλα, τα οποία εισβάλλουν στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο έχοντας μια σχετικά ανεπτυγμένη πολιτειακή οργάνωση (οργάνωση, η οποία πολύ νωρίς, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα, θα υποκαταστήσει εκείνη του Δυτ. Ρωμαϊκού Κράτους), η μετακίνηση του κυρίως όγκου των σλαβικών φύλων από την κοιτίδα τους (περιοχή μεταξύ Β. των Καρπαθίων και μέσου ρου του π. Δνείπερου) έχει το χαρακτήρα μιας μετανάστευσης που υπαγορεύεται από δημογραφικούς κυρίως παράγοντες. Οι Σλάβοι δηλαδή αρχίζουν, από τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, να διεισδύουν κατά φύλα στις περιοχές εκείνες της Ευρώπης που είναι (για λόγους που δε θα μας απασχολήσουν σήμερα) αραιοκατοικημένες, αναπληρώνοντας έτσι ένα δημογραφικό κενό. Η δημογραφική αυτή επανάσταση (όπως πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί) είναι εκείνη, η οποία θα έχει ως ιστορικό αποτέλεσμα την εξάπλωση μονίμων εγκαταστάσεων των σλαβικών φύλων μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα στην ευρύτερη εκείνη περιοχή της Α. και Κ. Ευρώπης, που έχει ως δυτικό όριο τη νοητή γραμμή, η οποία αρχίζει από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στο Β. και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο στο Ν.

Ένα δεύτερο, καθοριστικό για την εθνογενετική διαμόρφωση του σλαβικού κόσμου, δεδομένο είναι ότι την πολιτειακή δομή των σλαβικών φύλων που εγκαθίστανται από τον 6ο αιώνα στην Α. και Κ. Ευρώπη την χαρακτηρίζει (σε αντίθεση μ’ εκείνη των γερμανόφωνων φύλων) μια ατελής, ακέφαλη οργάνωση. Ο θεσμός του φορέα της κεντρικής εξουσίας, του μονάρχη, είναι ένας εξωγενής παράγων που θα μεταφυτευθεί, σ’ ένα μέρος μόνο του σλαβικού κόσμου. Οι ιστορικές διεργασίες, οι οποίες εκτυλίσσονται κατά το διάστημα, περίπου, από τον 6ο μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα, καταλήγουν σε μια τομή, η οποία εγκαινιάζει μια νέα ιστορική περίοδο:

Σε ορισμένες περιοχές, όπου έχουν εγκατασταθεί σλαβικά φύλα, θα επικρατήσει , κατά κανόνα: ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων, ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας θα σχηματισθούν τα επί μέρους μεσαιωνικά κρατικά μορφώματα (αναφέρω κατά χρονολογική σειρά: Βουλγαρία, Μοραβία, Ρωσία, Πολωνία, Σερβία και Κροατία από τα οποία, κατά τους νεότερους χρόνους, θα δημιουργηθούν τα αντίστοιχα σλαβικά έθνη, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Τα φύλα όμως εκείνα, τα οποία κατά την ανωτέρων περίοδο θα διατηρήσουν το αρχέγονο πολιτειακό καθεστώς (εκείνο δηλαδή της ακέφαλης πολιτειακής οργάνωσης), είτε θα αφομοιωθούν εθνογλωσσικά από τους γειτονικούς τους λαούς, είτε θα επιβιώσουν ως τη νεότερη περίοδο ως μεμονωμένες γλωσσικές νησίδες μέσα σ’ ένα κράτος, η εθνική γλώσσα του οποίου δε θα είναι η Σλαβική.

Επειδή, όπως είναι προφανές, η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη, η οποία μας ενδιαφέρει σήμερα, ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στα συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα ξεκινώντας από τον απώτατο Βορρά και καταλήγοντας στο δικό μας Νότο.

Τα σλαβικά εκείνα φύλα που, κατά τον 7ο αιώνα εγκαθίστανται στην παράλιο ζώνη της Β.Θάλασσας που ορίζεται από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στη Δύση και του ποταμού Oder στην Ανατολή (στις περιοχές δηλαδή των ομοσπόνδων κρατιδίων Schleswig-Holstein και Mecklenburg της ενωμένης σήμερα Γερμανίας) κατορθώνουν, διατηρώντας την παγανιστική τους θρησκεία και ένα ιδιότυπο πολιτειακό σύστημα ομοσπονδίας κατά φύλα, να διατηρήσουν την εθνογλωσσική τους ταυτότητα μέχρι τον 12ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία επιτείνεται η προσπάθεια του Φραγγικού κράτους να ενσωματώσει τα ανατολικά αυτά εδάφη στην επικράτειά του (Drang nach Osten). Μετά την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας, αρχίζει για τους βόρειους αυτούς Σλάβους μια περίοδος βαθμιαίας αφομοίωσης από το γερμανικό στοιχείο.

Λίγα χρόνια πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης (όπως μας πληροφορεί ένας αυτόπτης έλληνας παρατηρητής) εξακολουθεί να ακούγεται η σλαβική διάλεκτος στην πόλη Lubeck, πατρίδα του γερμανού συγγραφέα Th.Mann. Στις αρχές του 18ου, όπως μαρτυρεί το ληξιαρχικό βιβλίο μιας μικρής ενορίας κοντά στο Αννόβερο, πεθαίνει και ο τελευταίος χρήστης του ιδιώματος και σβήνει οριστικά η σλαβική παρουσία στη ΒΑ Γερμανία. Τη γλώσσα των φύλων αυτών τη θυμίζουν σήμερα τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια που υπάρχουν στις περιοχές του Schleswig-Holstein, του Mecklenburg και του Βραδεμβούργου με την ιστορική πρωτεύουσα το Βερολίνο (το έτυμο του οποίου είναι πολύ πιθανό να είναι σλαβικής προελεύσεως).

Οι τύχες των Σοραβών, σλαβικών φύλων που εγκαταστάθηκαν σε νοτιότερα από τους προηγούμενους εδάφη κατά την αυτή περίοδο, παρουσιάζουν τη ίδια αναλογία. Κατά το πρώτο ήμισυ του 10ου αιώνα οι ηγέτες των φύλων αυτών εντάσσονται στο σύστημα της φεουδαρχικής αριστοκρατίας του Φραγγικού κράτους. Ως υπήκοοι του Φραγγικού κράτους αρχικά, του βασιλείου της Σαξωνίας αργότερα και του νεότερου γερμανικού κράτους κατά τη σύγχρονη περίοδο, οι Σοραβοί επιβιώνουν γλωσσικά μέχρι σήμερα σα μία μικρή νησίδα στην περιοχή του Bautzen (Ν.Σαξωνία).

Η σλαβική παρουσία στη σημερινή Ν. Αυστρία (Καρινθία) δε γίνεται αντιληπτή σήμερα μόνο από το σλαβικό έτυμο της πόλης Graz, αλλά και από τη σλαβική διάλεκτο που ομιλείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της. Φαινόμενο κι’ αυτό, οι απαρχές του οποίου ανάγονται σε παρόμοιες ιστορικές συνθήκες: στην ειρηνική δηλαδή διείσδυση σλαβικών φύλων κατά τον 7ο αιώνα και στην καθυπόταξή τους (γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα) από τη βαρβαρική φεουδαρχική αριστοκρατία.

Φτάνοντας, τώρα, στη σλαβική παρουσία στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο θα πρέπει να επισημανθούν εδώ οι τυπολογικές αναλογίες με τα προηγούμενα δεδομένα, ότι δηλ.: α) Η ειρηνική διείσδυση και μόνιμη εγκατάσταση των Σλάβων γεωργών στον ελλαδικό χώρο ευνοείται από τη δημογραφική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το γηγενές στοιχείο και β) ότι τα σλαβικά φύλα, τα οποία συμβιώνουν με το γηγενή (ελληνόγλωσσο) πληθυσμό δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν κάποιο κρατικό μόρφωμα και εντάσσονται διοικητικά στο βυζαντινό σύστημα.

Οι εθνογενετικές διεργασίες που αρχίζουν να εκτυλίσσονται όταν, τον 6ο αιώνα, τα σλαβικά φύλα εγκαταλείπουν την αρχική τους κοιτίδα στην Ουκρανία και κατά κύματα πλημμυρίζουν τον κεντρικό, το βόρειο και τον νοτιοανατολικό χώρο της ηπείρου μας, αποτελούν, αναμφίβολα, ένα αντικειμενικό δεδομένο με διαχρονικές και πανευρωπαϊκές συνέπειες: Τα σλαβικά φύλα, τα οποία εγκαθίστανται στις νέες τους πατρίδες θα αποτελέσουν, από την άλλη πλευρά, τον πυρήνα των επί μέρους σλαβικών εθνών, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Μια άλλη σημαντική έκφανση του φαινομένου στο οποίο αναφερόμαστε σήμερα αποτελεί και η μακραίωνη συμβίωση των σλαβικών φύλων με γηγενή στοιχεία (το γερμανόφωνο κόσμο στο Βορρά και τους ελληνόφωνους στο Νότο), διεργασία, η οποία θα έχει, όπως διαπιστώνει κάθε αντικειμενικός παρατηρητής, ως έκβαση την αφομοίωση των Σλάβων με τις γνωστές στις μέρες μας συνέπειες (ύπαρξη σλαβικών τοπωνυμίων στη Γερμανία και στην Ελλάδα, επιβίωση περιορισμένων γλωσσικών νησίδων της Σλαβικής μέσα στο ετερόγλωσσο περιβάλλον).

----------------------------------------------

Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων

Στην ενότητα αυτή θα προσπαθήσουμε, τονίζοντας τις ιστορικές εκφάνσεις μερικών σλαβικών τοπωνυμίων του ελλαδικού χώρου, να καταδείξουμε την αξία που έχει η μελέτη των τοπωνυμίων για την ιστορική έρευνα. Όπως είναι γνωστό, η διείσδυση των σλαβικών φύλων στη Βαλκανική έχει ήδη φθάσει, γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα, στο νοτιότερο σημείο της Χερσονήσου, στην Πελοπόννησο(1). Σε ορισμένες περιοχές της βυζαντινής αυτής επαρχίας τα φύλα αυτά εγκαταστάθηκαν μόνιμα και διατήρησαν τη γλωσσική τους ταυτότητα για ένα μακρό χρονικό διάστημα, έως, το αργότερο, τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα. Τα τοπωνύμια, τα οποία σχηματίστηκαν από τη γλώσσα των φύλων αυτών και, μετά την εθνολογική αφομοίωση των φορέων, εξακολούθησαν να επιζούν στις ελληνικές διαλέκτους της περιοχής, αποτελούν μια αντικειμενική ιστορική πηγή. Πηγή, από την οποία μπορεί ο σημερινός ερευνητής να αντλήσει λίγες, αλλά αντικειμενικές πληροφορίες τόσο για την εσωτερική ιστορία των επήλυδων, όσο και το φαινόμενο της συμβίωσής τους με το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο.

Οι πρώτες μνείες για τα φύλα των Σκλαβηνών εμφανίζονται στις μεσαιωνικές ελληνικές πηγές κατά τη διάρκεια της τρίτης δεκαετίας του 6ου αιώνα (2). Μισό αιώνα αργότερα, σύμφωνα με το Χρονικό της Μονεμβασιάς, αρχίζουν οι πρώτες σποραδικές αλλά μόνιμες, εγκαταστάσεις των Σλάβων στην Πελοπόννησο (3). Για τους δύο επόμενους αιώνες, τον 7ο και τον 8ο, οι σποραδικές, αλλά ρητές, μαρτυρίες των βυζαντινών πηγών μας πληροφορούν ότι σλαβικά φύλα έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, στην Ήπειρο, στην Κ. Ελλάδα και Θεσσαλία, καθώς και στην Πελοπόννησο (4).

Το νέο, όμως, ατό εθνολογικό στοιχείο δεν εγκαταστάθηκε βέβαια σε έναν έρημο από ανθρώπους χώρο, αλλά ίδρυσε τις νέες του κατοικίες σε περιοχές, όπου εξακολουθούσαν να ζουν οι αυτόχθονες, οι ελληνόφωνοι υπήκοοι του βυζαντινού κράτους (5). Την καίριας σημασίας για την εθνολογική σύσταση της μεσαιωνικής ελλαδικής υπαίθρου αυτή διαπίστωση, αντλούμε κατά κύριο λόγο από τη μελέτη των τοπωνυμίων· ερευνώντας τη μικροτοπωνυμία (ονόματα δηλαδή των τοποθεσιών ενός οικισμού, όπως πηγές, λόφοι, χωράφια κ.τ.λ.), μιας ευρύτερης περιοχής (π.χ. της Πελοποννήσου) μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τη συχνότητα σλαβικών μακροτοπωνυμίων, τα περίπου όρια της εγκατάστασης φορέων της σλαβικής κατά το Μεσαίωνα (6).

Σε μια δεύτερη, εξίσου σπουδαίας σημασίας για την εθνολογική εικόνα της μεσαιωνικής Ελλάδος, διαπίστωση μπορεί να μας οδηγήσει επίσης η μελέτη των σλαβικών τοπωνυμίων. Εξετάζοντας συγκριτικά το μικροτοπωνυμικό υλικό των διαφόρων περιοχών, διαπιστώνει κανείς την ύπαρξη σε μερικές περιοχές τοπωνυμίων, τα οποία αντικατοπτρίζουν ένα παλαιότερο στάδιο (κυρίως στη φωνολογία) της σλαβικής γλώσσας και σε άλλες, νεότερο. Με άλλα λόγια, διαπιστώνει κανείς τη διαφορά ανάμεσα σε παλαιότερα και νεότερα τοπωνυμία. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι μεμονωμένες εκείνες νησίδες στο τοπωνυμικό της Πελοποννήσου, όπου αντικατοπτρίζεται ακόμη το παλαιότερο φωνολογικό στάδιο της σλαβικής, όπως π.χ. μικροτοπωνύμια που σχηματίστηκαν πριν από τη λεγόμενη μετάθεση των υγρών συμφώνων στη σλαβική (φαινόμενο, η εμφάνιση του οποίου χρονολογείται γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα) ή μικροτοπωνύμια, τα οποία διατηρούν στη σημερινή μορφή τους φθόγγους (όπως τα ημιφωνήεντα ь και ъ ή το έρρινο φωνήεν ο), οι οποίοι χάθηκαν νωρίς στα σλαβικά. Η δεύτερη κατηγορία παρουσιάζει, αντίθετα, σλαβικά τοπωνύμια που αντιστοιχούν σε μια μεταγενέστερη εξελικτική φάση της σλαβικής.

Η παραπάνω συγκριτική θεώρηση μας οδηγεί στο αντικειμενικό συμπέρασμα ότι στις περιοχές της πρώτης κατηγορίας (εκεί δηλαδή, όπου λείπουν τα νεότερα σλαβικά τοπωνύμια) σταμάτησε ενωρίτερα η χρήση της σλαβικής, διότι οι φορείς της αφομοιώθηκαν από το γηγενές, το ελληνόφωνο, στοιχείο. Στις περιοχές, όμως, της δεύτερης κατηγορίας θα πρέπει να υποθέσουμε ότι εξακολουθούσε να ομιλείται η σλαβική και μετά τα μέσα του 9ου αιώνα, μετά δηλαδή τη μετάθεση των υγρών στη σλαβική. Με τον τρόπο αυτόν, εφόσον θα είχε συγκεντρωθεί και το πλήρες τοπωνυμικό υλικό, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την ιστορική διεργασία του εξελληνισμού του σλαβικού στοιχείου στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο. Μια διεργασία, η οποία περατώθηκε οριστικά γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα (7). Το στάδιο, στο οποίο βρίσκεται σήμερα η έρευνα των σλαβικών τοπωνυμίων στην Ελλάδα μας επιτρέπει να διατυπώσουμε τη γενικότερη υπόθεση ότι η ανωτέρω ιστορική διεργασία του εξελληνισμού αρχίζει, χρονικά και γεωγραφικά, από το Νότο, από την Πελοπόννησο. Όσο βορειότερα προχωρεί κανείς, τόσο νεότερα σλαβικά τοπωνύμια θα συναντήσει· δεδομένο το οποίο δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι, π.χ., οι Σλάβοι εκείνοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία εξελληνίστηκαν αργότερα από τους Σλάβους της Πελοποννήσου.

Ξεκινώντας, τώρα, από το παραπάνω συμπέρασμα (ότι δηλαδή ο εξελληνισμός των Σλάβων είναι μια διεργασία, η οποία εξελίσσεται, χρονικά και γεωγραφικά, από το Νότο προς το Βορρά) θα διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: από το τοπωνυμικό υλικό –τα σλαβικά μικροτοπωνύμια, τα οποία έχω μέχρι σήμερα συλλέξει και αξιολογήσει- παρατηρεί κανείς ότι, όσο βορειότερα προχωρεί κανείς, τόσο λιγότερα γίνονται τα τοπωνύμια εκείνα, τα οποία προέρχονται από ονόματα προσώπων, από ανθρωπονύμια. Η διαφορά αυτή γίνεται πράγματι κτυπητή, αν συγκρίνει κανείς το μικροτοπωνυμικό υλικό από δύο ακραίες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην πρώτη στη νότια Πελοπόννησο, στις δυτικές πλευρές του Ταϋγέτου, όπου έχει εγκατασταθεί μόνιμα, πριν από τα μέσα του 9ου αιώνα, το σλαβικό φύλο των Μελιγγών- υπάρχουν πολλά μικροτοπωνύμια, όπως Nemir, Ljubovid, Tolimer, Vitomir κ.τ.λ.(8). Στη δεύτερη περιοχή –στο Ζαγόρι της Ηπείρου, όπου υπάρχει αδιαμφισβήτητα σλαβική παρουσία στο τοπωνυμικό- είναι, αντίθετα, ελάχιστα τα τοπωνύμια εκείνα, τα οποία σχηματίστηκαν από σλαβικά προσωπωνύμια (9).

Μια πιθανή ερμηνεία του φαινομένου αυτού (υπόθεση εργασίας, η οποία χρήζει περαιτέρω έρευνας) θα ήταν να αναζητηθεί η αιτία του στην εξέλιξη των σχέσεων αγροτικής ιδιοκτησίας κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Αν αναλογισθεί κανείς ότι ο σχηματισμός τοπωνυμιών από προσωπωνύμια αποτελεί, κατά κύριο λόγο, την έκφραση της σχέσης ιδιοκτησίας του παραγωγού με τη γη, την οποία καλλιεργεί (10), τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι τα σλαβικά τοπωνύμια του Ζαγορίου, τα οποία είναι νεότερα από εκείνα της Μεσσηνιακής Μάνης, αντικατοπτρίζουν επίσης μια υστερότερη φάση της κοινωνικής ιστορίας του Βυζαντίου, κατά την οποία αλλάζουν οι σχέσεις ιδιοκτησίας των μικροπαραγωγών με τη γη, την οποία καλλιεργούν και εξαφανίζεται βαθμιαία η κοινωνική κατηγορία των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών (11). Υπόθεση εργασίας προς το παρόν, η οποία αξίζει να ερευνηθεί στο μέλλον.

Ο τομέας ωστόσο εκείνος, στην έρευνα του οποίου συμβάλλει κατά κύριο λόγο η μελέτη των τοπωνυμίων είναι η εσωτερική ιστορία, η μέλετη της κοινωνικής και οικονομικής δομής, των σλαβικών φύλων που ίδρυσαν μόνιμες εγκαταστάσεις στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο. Εγκαταστάσεις, για την ύπαρξη των οποίων, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μοναδικά τεκμήρια που διαθέτουμε σήμερα είναι αποκλειστικά η ύπαρξη σλαβικών μικροτοπωνυμίων. Στον τομέα αυτόν ελάχιστες είναι οι πληροφορίες, τις οποίες θα μπορούσε να αντλήσει ο ερευνητής από τις γραπτές πηγές, πληροφορίες που φέρουν επιπρόσθετα τη σφραγίδα της υποκειμενικότητας του συντάκτη τους: η προσήλωση των βυζαντινών ιστορικών στα κλασικά τους πρότυπα, οι στερεότυποι κοινοί τόπο των αγιογραφικών κειμένων και η γενικότερη αδιαφορία των λογίων της Βασιλεύουσας για την κατάσταση των πραγμάτων στη βυζαντινή επαρχία, δε μας παραδίδουν οπωσδήποτε μια αντικειμενική απεικόνιση της εσωτερικής δομής των «βαρβάρων» που είναι εγκατεστημένοι εκεί. Απεικόνιση, που οδηγεί πολλούς νεότερους ερευνητές σε διαπιστώσεις, οι οποίες ελάχιστη σχέση έχουν με τη μεσαιωνική πραγματικότητα του ελλαδικού χώρου (12).

Αν δεν είχαν σωθεί σήμερα τα σλαβικά τοπωνύμια στον ελλαδικό χώρο και αν ως μοναδικές μαρτυρίες είχε στη διάθεσή του ο ιστορικός μόνο τις γραπτές βυζαντινές πηγές, τότε θα είχε σχηματίσει την εικόνα ότι τα σλαβικά εκείνα φύλα, τα οποία κατέβηκαν στον ελλαδικό χώρο κατά τον 7ο αιώνα δεν ήταν παρά νομάδες, ή ημινομάδες, οι οποίοι δεν επεδίδοντο στην καλλιέργεια της γης και, κατά συνέπεια, δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη συναφή τεχνολογία. Οι αντικειμενικές μαρτυρίες, ωστόσο, τις οποίες μας παρέχουν τα σλαβικά εκείνα τοπωνύμια που έχουν σωθεί, τεκμηριώνουν ότι, αντίθετα, το νέο αυτό εθνογλωσσικό στοιχείο εισήλθε στον ελλαδικό χώρο κομίζοντας τη δική του τεχνολογία, τόσο ως προς την καλλιέργεια της γης, όσο και ως προς ορισμένους κλάδους της οικοτεχνίας (13).

Μια επιμέρους έκφανση εσωτερικής οικονομίας των σλαβικών αυτών φύλων, όπως αποκαλύπτεται από τέσσερα τοπωνύμια θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. ΜΕ τον τρόπο αυτόν ίσως καταδειχθεί πληρέστερα η σημασία της έρευνας των τοπωνυμίων ως βοηθητικής επιστήμης για την ιστορία.

Πολοβίτσα: Κοινότητα του Νομού Λακωνίας, επαρχία Λακεδαίμονος, νότια της Σπάρτης (14). Θα έπρεπε, ως πρώτο δεδομένο, να τονιστεί ότι το σλαβικό αυτό τοπωνύμιο δεν εμφανίζεται μεμονωμένο, αλλά υπάρχει σε μια περιοχή, στη ΝΔ Λακωνία, το μικροτοπωνυμικό της οποίας φέρει εμφανή τα ίχνη σλαβικής εγκατάστασης κατά το Μεσαίωνα (15). Παρόλο που δεν υπάρχουν δυσκολίες να ετυμολογηθεί το τοπωνύμιο, τόσο από πλευράς φωνητικής όσο και μορφολογίας από το σλαβικο polь= «μισό», παραμένει η σημασιολογική πλευρά σκοτεινή(16), αν δε λάβει υπόψη του κανείς τους κανόνες που διέπουν τις γεωργικές σχέσεις κατά τη βυζαντινή περιόδο: Ο γεωργός, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να καλλιεργήσει ο ίδιος ολόκληρη τη γη που του ανήκε, μπορούσε να νοικιάσει ένα μέρος της σε έναν άλλο ακτήμονα. Ο δεύτερος ανελάμβανε την υποχρέωση να αποδίδει, ως ενοίκιο, το μισό της σοδειάς του. Από τη διαδεδομένη αυτή πρακτική στη βυζαντινή επαρχία (που ονομάζεται στις νομικές πηγές ημισεία, ο δε ακτήμων ενοικιαστής ημισειαστής) (17) είναι προφανές ότι προήλθε και το συγκεκριμένο τοπωνύμιο. Χαρακτηριστικό για τη συμβίωση των δύο διαφορετικών γλωσσικών φορέων (ελληνοφώνων και σλαβοφώνων) στη βυζαντινή επαρχία είναι το δεδομένο της μετάφρασης του όρου στα σλαβικά. Σαφής ένδειξη ότι οι Σλάβοι, πριν ακόμα απωλέσουν τη γλωσσική τους ταυτότητα, είχαν ήδη ενταχθεί στο βυζαντινό σύστημα και στη δικαιική πρακτική των ελλήνων γειτόνων τους.

Σεμπροβίτσα: Μικροτοπωνύμιο του χωριού Βυτίνα στην Αρκαδία (18). Όπως είναι προφανές από τα δύο επιθήματα ov-ica, πρόκειται για τοπωνύμιο που σχηματίστηκε, σύμφωνα με τους κανόνες της σλαβικής μορφολογίας, από το ουσιαστικό sebrь, έναν τεχνικό όρο, ο οποίος, από τα σλαβικά, πέρασε στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες με τη σημασία: «αγρότης που αποδίδει τη μισή σοδειά στον ιδιοκτήτη της γης» (19). Το σλαβικό δάνειο αυτό (σέμπρος) έχει περάσει σε πολλές νεοελληνικές διαλέκτους, αλλά και στην Κοινή Νεοελληνική (20). Η περίπτωση του τοπωνυμίου αυτού παρουσιάζει μια σημασιολογική αναλογία με προηγούμενο: Sebrovica = «η γη του ημισιαστού» και τεκμηριώνει μια αντικειμενική πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο θεσμός του ημισιαστού, που συναντούμε στο κωδικοποιημένο βυζαντινό δίκαιο (Νόμος Γεωργικός) υπήρχε και στο εθιμικό δίκαιο των Σλάβων (21).

Μιτάτοβα: Συνοικισμός της Κοινότητας Αγία Ειρήνη, επαρχία Λακεδαίμονος του Νομού Λακωνίας, ο οποίος μετονομάστηκε το 1928 σε Αγραπιδούλα (22). Το τοπωνύμιο αναφέρεται σε έγγραφο του Ανδρονίκου Παλαιολόγου το 1314/15 (23). Πρόκειται εδώ για έναν ad hoc: από το βυζαντινό τεχνικό όρο μητάτον προήλθε, μέσω του επιθήματος –ovo, το υβρίδιο τοπωνύμιο Mitatovo. Όπως είναι γνωστό, ο όρος μητάτον σημαίνει μια από τις υποχρεώσεις που είχαν οι κάτοικοι της βυζαντινής υπαίθρου έναντι της κεντρικής εξουσίας· στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την υποχρέωση δωρεάν παροχής στέγης και τροφής σε απεσταλμένους του αυτοκράτορα είτε σε στρατιωτικές μονάδες που στρατοπέδευαν στην περιοχή (24). Το δεδομένο ότι πρόκειται εδώ για σλαβικό τοπωνύμιο, το οποίο σχηματίστηκε από το βυζαντινό όρο, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι οι Σλάβοι, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα περίχωρα της Σπάρτης, ενσωματώθηκαν, ως υπήκοοι του αυτοκράτορα, στο βυζαντινό σύστημα, οπωσδήποτε πριν εξελληνιστούν γλωσσικά (25).

Τεργοβίτσα: Μικροτοπωνύμιο της κοινότητας Ζάβιτσα στην Ακαρνανία (25). Μιας περιοχής, στην οποία υπάρχουν εμφανή τα ίχνη της σλαβικής τοπωνυμίας, διότι παραδίδονται πρωτογενείς σλαβικοί σχηματισμοί (με επιθήματα –ovo, ica κ.τ.λ.) από σλαβικά προσηγορικά, όπως τα τοπωνύμια Korytьno, Stěnovьcь, Grazdenica κ.τ.λ. (27). Για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν δυσκολίες να ετυμολογηθεί το μικροτοπωνύμιο αυτό από το σλαβικό Tъrgovica από το ουσ. tьrgь= «αγορά». Ο εντοπισμός του τοπωνυμίου αυτού στην περιοχή αυτή έχει σημασία για δύο λόγους: πρώτον, διότι αποτελεί το μοναδικό μέχρι σήμερα γνωστό στον ελλαδικό χώρο τοπωνύμιο που σχηματίστηκε από το παραπάνω ουσιαστικό και δεύτερον, διότι παρέχει ενδείξεις για τη λειτουργία αγοράς στην περιοχή αυτή, όπου, κατά το Μεσαίωνα, υπήρχε εγκατάσταση φορέων της σλαβικής. Η ύπαρξή του επιβεβαιώνει εξάλλου έμμεσες μαρτυρίες των γραπτών πηγών ότι οι Σλάβοι της Ελλάδος διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις τόσο με τα μεγάλα αστικά κέντρα (28), όσο και μεταξύ τους για την ανταλλαγή των προϊόντων τους (29).



Υποσημειώσεις:



1. Πβ. Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1991, όπου και η σχετική βιβλιογραφία

2. Στο έργο του Ψευδο-Καισάριου· για περισσότερες λεπτομέρειες πβ. Τη σχετική μελέτη στο βιβλίο αυτό

3. Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χρονικού της Μονεμβασιάς, χρονολογείται η πρώτη εγκατάσταση Σλάβων στην Πελοπόννησο στα έτη 587/88 Πβ. Σχετικά: O.Kresten, Zur Echtheit des Sigillion des Kaisers Nikephoros für Patras. Εν.: Römische Historische Mitteilungen 19 (1977), σ.72 κ.ε.

4. Εκτός από το έργο στη σημ.1 ανωτέρω, πβ. Και J.Koder, Zur Frage der slawischen Siedlungsgebiete im mittelalterlichen Griechenland. Εν. Byzantinische Zeitschrift 71 (1978), σ. 315-331· V.Popovic, Aux origines de la slavisation des Balkans. La constitution des premières Sklavinies Macédoniennes vers la fin du Vie siècle- Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, Janvier-Mars, 1980, σ.230 κ.ε. P.Soustal, Nikopolis und Kephalenia (=Tabula Imperii Byzantini, 3), Βιέννη 1981, σ.50-54

5. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη στις πηγές, η οποία θα στήριζε την άποψη ότι κατά τους, όπως τους αποκαλούν ορισμένοι ερευνητές, «σκοτεινούς αιώνες» αυτούς είχε εξαφανισθεί τελείως από την ύπαιθρο το ελληνόφωνο στοιχείο. Αντίθετα, μας παρέχουν οι πηγές ρητές μαρτυρίες (τις οποίες, ωστόσο, επιμένουν να αγνοούν πολλοί νεότεροι ερευνητές) ότι οι σλάβοι επήλυδες εγκαταστάθηκαν σε μία χώρα, όπου το αυτόχθονο στοιχείο δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού. Πβ. Ενδεικτικά τα στοιχεία, τα οποία παρέχει ο K. Πορφυρογέννητος για την πληθυσμιακή εικόνα της Αχαίας κατά την πρώτη δεκαετία του 9ου αιώνα, σύμφωνα με τα οποία οι ολιγάριθμοι Σλάβοι, κατά τη διάρκεια μιας πρόσκαιρης εξέγερσης, λεηλάτησαν τα σπίτια των γειτόνων τους Γραικών (C.Porphyrogenitus, De administrando Imperio, εκδ. Gy. Moravcsik, Βουδαπέστη 1949, σ. 228, 5-6).

6. Πβ. Ph.Malingoudis, Studien zu den Slavischen Ortsnamen Griechenlands 1, Slavische Flurnamen aus messenischen Mani (=Abhandlungen der Geistes – und Sozialwissenschaftl. KI.d.Akad.d.Wissensch 1981, σ.177-178· του ιδίου. Toponymy and History. Observations concerning the Slavonic Toponymy of the Peloponnese. Εν.: Cyrillomethodianum VII (1983), σ. 99-111

7. Πβ. Malingoudis (όπως σημ. 6 ανωτέρω), σ. 178-179

8. Πβ. Malingoudis (όπως σημ. 6 ανωτέρω), passim

9. Πβ. σχετικά την πρόσφατη μονογραφία του Κ.Οικονόμου, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου (=Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστ. Επετ. Φιλος. Σχολής «Δωδώνη», Παράρτημα αριθμ. 45), Ιωάννινα 1991, όπου και λεπτομερείς στατιστικοί πίνακες

10. Παράδειγμα: το μικροτοπωνύμιο Βιτομίρι στο σημ. χωριό Καρυοβούνιο της Μεσσηνιακής Μάνης [Malingoudis, Studien (όπως σημ. 6 ανωτέρω), σ. 117] αποτελεί επιθετικό προσδιορισμό και σημαίνει κατά κύριο λόγο τη σχέση ιδιοκτησίας: «ο αγρός του Vitomir».

11. Πβ. σχετικά τη συνοπτική, αλλά θεμελιώδη εργασία του F. Dölger, Der Feudalismus in Byzanz. Εν: Studien zum mittelalterlichen Lehnswesen (Lindau-Konstanz 1960), σ.185-193. Πβ. επίσης: P.Lemerle, The Agarian History of Byzantium. From the Origins to the Twelth Century, Galway 1979 καθώς και H.Köpstein, Zur Veränderung der Agrarverhältnisse in Byzanz vom 6. zum 10. Jahrhundert. Εν.: Besonderheiten der byzantinischen Feudalentwicklung, Βερολίνο 1983), σ. 69-76

12. Τέτοια είναι η περίπτωση π.χ. του βυζαντινολόγου Π.Γιαννόπουλου ο οποίος καταλήγει σε αυθαίρετες και τελείως φανταστικές διαπιστώσεις. Πβ. P.Yannopoulos, La pénétration slave en Argolide. Εν. Etudes Argiennes (=Bulletin de Correspondance Hellénique, Suppl. VI). Αθήνα-Παρίσι 1980, σ. 353 και τις παρατηρήσεις του Φ.Μαλιγκούδη, Παρατηρήσεις σχετικές με τον υλικό πολιτισμό των πρώιμων σλαβικών φύλων στην Ελλάδα (βουλγ.) Εν: Istoriceski Pregled 1985, τ.9-10, σ.65

13. Πβ. σχετικά Ph.Malingoudis, Frühe slawische Elemente im Namensgut Griechenlands. Εν: B.Hänsel (εκδ.) Die Völker Südosteuropas im 6. bis 8. Jahrhundert, Βερολίνο-Μόναχο 1987, σ.53-68· του ιδίου. Η ελληνο-σλαβική συμβίωση στο Βυζάντιο υπό το φως της τοπωνυμίας (ρωσ.) Εν: Vizantijskij Vremennik 48 (1987), σ.44-52

14 Πβ. Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως δήμων και κοινοτήτων, τ.29: Νομός Λακωνίας, Αθήνα 1961, σ.300

15. Το χωριό βρίσκεται στην περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν κατά το Μεσαίωνα οι σλάβοι Εζερίτες, τους οποίους αναφέρει ο Κ.Πορφυρογέννητος. Πβ. C.Porphyrogenitus (όπως σημ. 5 ανωτέρω), σ. 232 κ.ε. Σλαβικά μικροτοπωνύμια έχουν εντοπισθεί στο γειτονικό χωριό Κουρτσούνα (σημ. Βασιλική)· πβ. Π.Βλαχάκου, Το μικροτοπωνύμιο του χωριού Βασιλική Λακωνίας. Εν: Ιστορικογεωγραφικά 2 (1988), σ. 117-129

16 Το τοπωνύμιο έχει περιληφθεί και στο έργο του Vasmer για τα σλαβικά τοπωνύμια της Ελλάδος, όπου παρόλον ότι δίδεται η σωστή ετυμολογία του, δεν υπάρχει ερμηνεία της σημασιολογικής πλευράς. Πβ. Μ.Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο 1941 (ανατύπωση: Λιψία 1970), σ.172

17 Πβ. τις αντίστοιχες παραγράφους (12-15, 67) του Νόμου Γεωργικού, εκδ. Ε.Lipšic, Leningrad 1984 καθώς και τα όσα σχετικά αναφέρει η H.Köpstein, Zu den Agraverhältnissen (in Byzanz). Εν: Byzanz im 7. Jahrhundert. Untersuchungen zur Herausbildung des Feudalismus, Βερολίνο 1978, σ. 48-49.

18. Πβ. Θ. Μελέαγρος εν: Αρκαδία 2 (1974), τεύχος 5, σ. 21

19 Πβ. σχετικά: N.Jokl εν: Τιμητικός τόμος στον καθηγ. L.Miletic, Σοφία 1933, σ.131

20 Πβ. G.Meyer, Neugriechische Studien II, Βιέννη 1894, σ.56-57. Η απόπειρα του D.Moutso (Greek σέμπρος and slavic sebrь Εν: Indogermanische Forschungen 88, 1983) να χαρακτηρίσει το προσηγορικό ως δάνειο από τη μεσαιωνική ελληνική στα σλαβικά δεν είναι παρόλη την περίπλοκη επιχειρηματολογία που παραθέτει, πειστική: με ποιο τρόπο εισχώρησε ο (αμάρτυρος) τύπος σύμμοιρος>σέμπρος από τη μεσαιωνική ελληνική ως δάνειο τόσο στις βόρειες σλαβικές γλώσσες, όσο και στις βαλτικές

21. Η συμβατότητα αυτή των δικαιικών θεσμών (ο θεσμός του ημισιαστού που ανταποκρίνεται στο sebr) αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον κύριο παράγοντα που ευνοεί τη συμβίωση των δύο διαφορετικών εθνογλωσσικών στοιχείων στη βυζαντινή επαρχία. Το ζήτημα αυτό αξίζει οπωσδήποτε να ερευνηθεί περισσότερο

22. Πβ. Στοιχεία Δήμων (όπως σημ. 14 ανωτέρω), σ.180-181

23. Πβ. G.Millet, Inscriptions byzantines de Mystra. Εν: Bulletin de corresp. Hell.23 (1899), σ.103,34

24 Πβ. Γ.Κόλιας, Περί μητάτου. Εν: Αθήνα 51 (1941), σ.129-142

25. Πβ. την ανάλογη περίπτωση των Σλάβων εκείνων στα περίχωρα της Πάτρας, την οποία αναφέρει ο Κ.Πορφυρογέννητος (όπως σημ. 5 ανωτέρω): μετά την αποτυχημένη εξέγερσή τους, παραχωρήθηκαν, με αυτοκρατορικό έγγραφο, ως εναπόγραφοι στη Μητρόπολη των Πατρών, με την υποχρέωση, μεταξύ των άλλων, και παροχής μητάτου. Πβ. σχετικά Kresten (όπως σημ. 3 ανωτέρω), σ.61 κ.ε.

26. Πβ. Γ.Παπατρέχας, Τοπωνυμικά Ξηρομέρου. Εν: Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών 3 (1974), σ. 380

27. Παπατρέχας (όπως σημ. 26 ανωτέρω), σ.379-380

28. Πβ. π.χ. τη μαρτυρία των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου για την αγορά εκ μέρους των Θεσσαλονικέων, κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα, μεγάλης ποσότητας σιτηρών και οσπρίων από τους σλάβους Βελεγεζίτες της Θεσσαλίας. P.Lemerle (εκδ.), Les plus anciens recueils de miracles de St. Démétrius, τ.1, Παρίσι 1979, σ. 214, 9-3, 218, 1-3

29 Πβ. τις πληροφορίες του Ι.Καμενιάτη για τις εμπορικές συναλλαγές των Σλάβων των περιχώρων της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 10ου αιώνα, G.Böhlig (εκδ.), Ioannis CaminiataeQ De expugnationae Thessalonicae, Βερολίνο – Ν.Υόρκη 1973, σ. 8, 85-88

----------------------------------------

Πρώιμες ειδήσεις για τους Βλάχους στην περιοχή του Βερμίου

Σε κάποια, καλή ώρα, ταραγμένη για τα Βαλκάνια εποχή, εμφανίστηκε στις αρχές της Θεσσαλονίκης κάποιο πρόσωπο με ένα όχι ασυνήθιστο για την ελληνική όνομα, το οποίο, σε άπταιστα ελληνικά, ισχυρίστηκε ότι διαθέτει όλα τα προσόντα να διοικήσει έναν καταυλισμό προσφύγων ομογενών, οι οποίοι μόλις είχαν έλθει στα πάτρια εδάφη από κάποια μακρινή χώρα και είχαν εγκατασταθεί στα δυτικά της συμπρωτεύουσας του κράτους, στον κάμπο της Βεροίας. Επειδή μάλλον το πρόσωπο αυτό διέθετε τις κατάλληλες γνωριμίες και αφού τηρήθηκαν οι τυπικές διαδικασίες (δημοσίευση του διατάγματος διορισμού, πρωτόκολλο ανάληψης καθηκόντων κ.τ.λ.) το άτομο αυτό με το όχι ασυνήθιστο για τους έλληνες όνομα και με το αξιόλογο προσόν ότι μιλούσε τις τέσσερις πιο διαδεδομένες στα Βαλκάνια γλώσσες, διορίστηκε στην υψηλή δημόσια θέση που επεδίωκε. Μετά από λίγο, όμως και αφού ο Μαύρος (αυτό ήταν το όνομα του ήρωά μας) είχε εκδώσει ακόμα και διατάγματα συναφή με το κρατικό λειτούργημά του, αποκαλύφθηκε ότι ήταν πράκτορας κάποιων ξένων, οι οποίοι σχεδίαζαν να καταλάβουν αυτήν την ίδια τη συμπρωτεύουσα του κράτους.

Οι περαιτέρω τύχες του ήρωά μας χάνονται κυριολεκτικά μέσα στα βάθη των αιώνων, μια και από τότε έχουν περάσει σχεδόν χίλια τριακόσια χρόνια και μια και ο ανώνυμος συντάκτης του τοπικού χρονικού της Θεσσαλονίκης, που μας παραδίδει τη μικρή αυτή ιστορία, δε φαίνεται να πολυνιάζεται γι’ αυτές.

Τεράστιο είναι, αντίθετα, το ενδιαφέρον που έδειξε και δείχνει –ιδιαίτερα κάτω από τις γνωστές συνθήκες της τρέχουσας βαλκανικής συγκυρίας- η νεότερη εθνική ιστοριογραφία των επιμέρους λαών της ΝΑ Ευρώπης. Το δεδομένο που μας παραδίδει η μεσαιωνική μας πηγή ότι ο Μαύρος γνώριζε, εκτός από ελληνικά, τα λατινικά, τα σλαβικά καθώς και τη γλώσσα ενός τουρανικού φύλου, των Πρωτοβουλγάρων (οι οποίοι μόλις είχαν ιδρύσει, το 681, το πρώτο μεσαιωνικό κρατικό μόρφωμα στα Βαλκάνια, το οποίο έμελλε, κατά τους επόμενους αιώνες να αποτελεί ένα μόνιμο αντίπαλο του Βυζαντίου), το δεδομένο αυτό παρεκίνησε και παρακινεί τους βαλκάνιους εκπροσώπους της αντίστοιχης εθνικής ιστοριογραφίας να διεκδικεί, ο κάθε ένας αποκλειστικά για τη δική του εθνότητα, το μικρό αυτό τυχοδιώκτη του 7ου αιώνα. Έτσι ιδιαίτερα εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των ιστοριοδιφικών πονημάτων, τα οποία εξακολουθούν να δημοσιεύουν οι βούλγαροι συνάδελφοι και τα οποία αντανακλούν την εδραιωμένη πλέον πεποίθησή τους ότι ο Μαύρος, ως εμφορούμενος από το βουλγαρικό εθνικό ιδεώδες, συμμετείχε ενεργά σε κάποια σχέδια δημιουργίας ενός βουλγαρικού κρατικού μορφώματος στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Για τους ρουμάνους ιστορικούς ο Μαύρος (που εμφανίζεται σε ορισμένες από τις μελέτες τους με το εκρουμανισμένο όνομα Negrul) αποτελεί, μια και μιλούσε και τα λατινικά, τον πρώτο Βλάχο που αναφέρεται ρητά στις ιστορικές πηγές. Η ιστοριογραφία των Σκοπίων υπογραμμίζει, από την πλευρά της, το στοιχείο ότι ο Μαύρος, που μιλούσε και τα σλαβικά, εκπροσωπεί τους «Μακεδόνες» σλάβους, οι οποίοι από πολύ ενωρίς προσπαθούν να αποκτήσουν την κρατική τους αυτονομία. Από όλες τις προσπάθειες δεν μπορούμε, τέλος, να εξαιρέσουμε και αρκετούς ημέτερους ιστορικούς, οι οποίοι ενώ απορρίπτουν ως μη αντικειμενικές τις μελέτες της άλλης πλευράς, διεκδικούν, ακολουθώντας την ίδια λογική, τον ήρωά μας για τη δική τους εθνο-γλωσσική οντότητα.

Με λίγα λόγια: αν αναζητούσε κανείς κάποιο χειροπιαστό δείγμα βαλκανικής ιστοριογραφίας, όπου οι ανταγωνισμοί του παρόντος προβάλλονται στο παρελθόν και όπου η «εθνική» ιστορία υψώνεται ως ένας ανυπέρβλητος φράκτης για την κατανόηση της κοινής ιστορικής μοίρας, τότε η τύχη που επεφύλαξαν στον Μαύρο οι νεότεροι βαλκάνιοι ερευνητές αποτελεί μια ιδεώδη περίπτωση.

Θα μείνουμε όμως, με την άδειά σας, για λίγο ακόμα στον πολύγλωσσο αυτό τυχοδιώκτη, για να υπογραμμίσουμε ακριβώς το μεθοδολογικό εκείνο αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί κάθε απόπειρα εξαγωγής συμπερασμάτων που αφορούν στην, ατομική ή συλλογική, ιδεολογία (όπως είναι η ταύτιση με ένα συγκεκριμένο έθνος) με μοναδικό κριτήριο τη γλώσσα που χρησιμοποιεί το άτομο είτε μια ομοιογενής γλωσσικά ομάδα. Πρόκειται εδώ για ένα διαχρονικό φαινόμενο με πλείστα παραδείγματα από την ιστορία (πολλά από αυτά μάλιστα ανήκουν στην επίκαιρη συνάφεια του λεγόμ. «Μακεδονικού»), το οποίο, στα περιορισμένα χρονικά πλαίσια της σημερινής ανακοίνωσης, θα διατυπώσουμε υπό τη μορφή ενός αξιώματος: ότι δηλαδή ο προφορικός κώδικας, η γλώσσα, δεν αποτελεί ασφαλές και αντικειμενικό κριτήριο για την ανίχνευση της εθνικής συνείδησης.

Με τη διατύπωση, όμως, του αξιώματος αυτού -που, θα το επαναλάβω, επαληθεύθηκε πολλές φορές από το ιστορικό παρελθόν- περνούμε στην καρδιά της προβληματικής του παρόντος συμποσίου, τονίζοντας ότι η υιοθέτησή του από την αμερόληπτη έρευνα σημειώνει ταυτόχρονα και μια αδιαμφισβήτητη πρόοδο στη μακροχρόνια αναζήτηση των παραγόντων εκείνων, οι οποίοι διεμόρφωσαν ένα μεγάλο μέρος των αυτοχθόνων κατοίκων της Χερσονήσου του Αίμου σε φορείς μιας ρωμανικής γλώσσας. Με την πρόοδο αυτή συνδέονται τα ονόματα δύο κυρίως ρωμανιστών, του E.Gamillscheg και του G.Reichenkron, οι οποίοι (από τη δεκαετία του 50 ο πρώτος και από εκείνη του 60 ο δεύτερος) δεν προσπαθούν να ανιχνεύσουν κάποια ιδεολογικά μεγέθη, όπως είναι η εθνογένεσή των ρωμανόφωνων κατοίκων της Βαλκανικής, αλλά εντοπίζουν την έρευνά τους και καταλήγουν σε μια, ικανοποιητική κατά τη γνώμη μου, εξήγηση για τη γένεση των τριών βασικών διαλέκτων της βαλκανικής Ρωμανικής που είναι, όπως είναι γνωστό, η Δακορομανική (η εθνική γλώσσα στη σημ. Ρουμανία και Μολδαβία), η Ιστρορομανική (διάλεκτος η οποία ήταν σε χρήση στα βόρεια δαλματικά παράλια και σήμερα θεωρείται ως νεκρή) και η Αρωμουνική (η γλώσσα των Βλάχων στη σημ. Ελλάδα αλλά και στο βορειότερό της χώρο: στην Αλβανία, τ.Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία).

Με ιδιαίτερα πειστικά επιχειρήματα διαχώρισε ο Gamillscheg δύο διαφορετικά επίπεδα στον κώδικα προφορικής επικοινωνίας, στη γλώσσα, του ατόμου (επίπεδα τα οποία, ας θυμηθούμε, είναι ανεξάρτητα από προσωπικά βιώματα ή ιδεολογία): τον εξωτερικό κώδικα επικοινωνίας (Verkehrsprache), τη γλώσσα δηλαδή με την οποία επικοινωνεί το άτομο με τα όργανα της κρατικής εξουσίας αλλά, στα πλαίσια των εμπορικών συναλλαγών, με άλλα άτομα που έχουν διαφορετική γλωσσική προέλευση και τον εσωτερικό κώδικα επικοινωνίας (Heimsprache) που είναι η σπιτική του λαλιά, η γλώσσα του άμεσου περιβάλλοντός του, το ιδιόλεκτο. Από τον εξωτερικό κώδικα επικοινωνίας, που ήταν στην περίπτωσή μας η γλώσσα του ρωμαϊκού κράτους στα Βαλκάνια, προέκυψε μια λατινογενής Κοινή γλώσσα, η οποία, βαθμιαία κατέστησε τη ντόπια λαλιά σε ένα υπόστρωμα των σημερινών ρωμανικών διαλέκτων των Βαλκανίων.

Αν, όμως, στο ερώτημα γιατί γεννήθηκε η νεορωμανική αυτή γλωσσική οικογένεια στα Βαλκάνια δίδεται μια πειστική απάντηση από τη θεωρία του Gamillscheg, το ερώτημα που, σε ποιον δηλαδή ακριβέστερα χώρο της ΝΑ Ευρώπης συμπληρώνεται η διεργασία αυτή, παραμένει αναπάντητο. Στον τομέα αυτόν, παρόλο που έχουν ήδη παρέλθει δύο αιώνες έρευνας, εξακολουθεί ο ερευνητής να ανιχνεύσει μέσα σε μια βαριά ομίχλη από θεωρίες, οι οποίες, στο μεγαλύτερο βαθμό τους, υπαγορεύονται από εξωεπιστημονικούς παράγοντες. Οι αιτίες της απορίας μας αυτής (αιτίες που, φοβούμαι, είναι αδύνατο να απαλειφθούν) είναι δύο: η πρώτη είναι η έλλειψη κάποιας ρητής μαρτυρίας στις ιστορικές πηγές, στις οποίες εμφανίζονται για πρώτη φορά οι Βλάχοι μόλις στο τέλος της 6ης δεκαετίας του 10ου αιώνα. Η δεύτερη αιτία είναι η βαριά ομίχλη, την οποία μόλις υπαινίχθηκα: ο γεωγραφικός εντοπισμός της περιοχής που γεννάται η νέα αυτή γλώσσα συνεπάγεται με την ανεύρεση του εθνογενετικού λίκνου των φορέων της· πρόκειται, με άλλα λόγια, για την αρχική κοιτίδα του ρουμανικού έθνους. Το ερώτημα: «Νότια του Δουνάβεως, στον κυρίως βαλκανικό χώρο ή βόρεια στη Δακία και Τρανσυλβανία;» έχει προκαλέσει την παραγωγή μιας τεράστιας βιβλιοθήκης από συγγράμματα και μελέτες. Έργα τα οποία, αν ληφθούν υπόψη οι χαρακτηριστικοί βαλκανικοί ανταγωνισμοί της νεότερης ιστορικής περιόδου, διακρίνονται περισσότερο από τον πατριωτισμό των συντακτών τους παρά για την πειστικότητα των επιχειρημάτων που μας παρέχουν.

Ας έλθουμε, όμως, σε έναν τρίτο τομέα της προβληματικής γύρω από το ρωμανόφωνο στοιχείο, τομέα, ο οποίος βρίσκεται σε άμεση συμφωνία με τις εθνογλωσσικές διεργασίες που διαδραματίζονται κατά τον πρώιμο μεσαίωνα στον άμεσο γεωγραφικό μας χώρο, ιδιαίτερα σ’ αυτήν εδώ την περιοχή μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βεροίας.

Εδώ και αρκετές δεκαετίες απασχολεί την έρευνα ένα ερώτημα, η λύση του οποίου γίνεται όλο και πιο δύσκολη όσο μεγαλώνει ο αριθμός των πατριωτικών ιστορικών πονημάτων που παράγουν, κυρίως, οι βόρειοι γείτονές μας. Το ερώτημα είναι: πότε ακριβώς εμφανίζονται οι Βλάχοι στον ελλαδικό χώρο και, ειδικότερα, αν εμφανίζονται (ή κατέχονται από βορειότερες περιοχές) πριν ή μετά την έλευση των Σλάβων στη Μακεδονία.

Το ερώτημα αυτό (το οποίο, από όσα γνωρίζω δεν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την ελληνική έρευνα) αποτελεί ένα ακόμα από τα σημεία διαμάχης κυρίως μεταξύ βουλγάρων και ρουμάνων ιστορικών. Διαμάχη, με προφανείς εξωεπιστημονικές παραμέτρους, η οποία ξεκινά από τις αρχές του αιώνα μας, εντείνεται κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και, όπως φανερώνει η εκδοτική δραστηριότητα των γειτόνων μας, εξακολουθεί να διατηρεί και σήμερα την έντασή της. Ας συνοψίσουμε όμως τα επιχειρήματα των δύο πλευρών.

Οι ρουμάνοι ιστορικοί, οι οποίοι θεωρούν εκ προοιμίου τους Βλάχους ως ομόγλωσσους και ομοεθνείς αδελφούς, προβάλλουν κυρίως ένα αληθοφανές γλωσσικό επιχείρημα. Στηριζόμενοι στο αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι η λατινική γλώσσα επέζησε ως η επίσημη γλώσσα του πρώιμου βυζαντινού κράτους (κυρίως στη διοίκηση και στο στρατό) χαρακτηρίζουν την κάθε αναφορά που υπάρχει στις πρώιμες βυζαντινές για τη χρήση της λατινικής ως απόδειξη της ύπαρξης κάποιας γλωσσικής προγόνου της ρουμανικής, ενώ ο αντίστοιχος φοράς της ανήκει, κατ’ αυτούς του «Πρωτορουμάνους». Το παράδειγμα του Μαύρου, ο οποίος μετονομάζεται πολλές φορές σε Negrul, που αναφέραμε στην αρχή είναι χαρακτηριστικό. Το επιχείρημα όμως αυτό –το οποίο πηγάζει από την προκρούστειο λογική της ταύτισης γλώσσας και ιδεολογίας που προαναφέρθηκε- αποδεικνύει ως ένα συλλογιστικό εφεύρημα, αν ληφθεί υπόψη το χειροπιαστό δεδομένο ότι για το πρώιμο βυζαντινό κράτος, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως το τέλος του ως «Βασιλεία Ρωμαίων», η χρήση της λατινικής αποτελεί ένα αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής του θεωρίας για τη ρωμαϊκή του συνέχεια.

Τα επιχειρήματα των βουλγάρων ιστορικών (και η νεότερη παραλλαγή τους: εκείνα των ερευνητών των Σκοπίων είναι δύο και μπορούν να θεωρηθούν –τουλάχιστον ως προς την τυπική τους πλευρά- ως σοβαρότερα. Το πρώτο είναι όπως αποκαλείται στην ιστοριογραφική επιχειρηματολογία, το «επιχείρημα της σιωπής» το argumentum ex silentio. Οι ιστορικές πηγές σιγούν απόλυτα, δεν υπάρχει πουθενά μια μαρτυρία για Βλάχους μέχρι, όπως είπαμε, τις αρχές της 6ης δεκαετίας του 9ου αιώνα. Η μόνιμη εγκατάσταση σλάβων, αντίθετα, (για τους βουλγάρους ιστορικούς: «σλαβοβουλγάρων», για τους σκοπιανούς: «σλαβομακεδόνες») στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης τεκμηριώνεται από τις ελληνικές πηγές ήδη από την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα. Άρα οι Βλάχοι εμφανίζονται στο χώρο αυτό πολύ αργότερα από τους Σλάβους. Επιχείρημα η ορθότητα του οποίου ισχύει μέχρις ότου προκύψουν νέα δεδομένα από τις πηγές.

Το δεύτερο είναι ένα έμμεσο επιχείρημα, το οποίο προκύπτει από ένα γλωσσικό δεδομένο, από το όνομα «Βλάχοι», με το οποίο αποκαλούν οι έλληνες τους φορείς του γνωστού ρωμανικού γλωσσικού ιδιώματος. Εθνωνύμιο, το οποίο δανείστηκαν από τους σλάβους, άρα, κατά τους βούλγαρους γλωσσολόγους, ο μεσαιωνικός ελληνικός κόσμος ήλθε σε επαφή με το εθνολογικό αυτό στοιχείο πολύ αργότερα και οπωσδήποτε μετά την εγκατάσταση των σλάβων στον ελλαδικό χώρο, μετά δηλαδή τον 7ο αιώνα. Οι Βλάχοι, λοιπόν, εγκαθίστανται στον ελλαδικό χώρο μετά την έλευση των Σλάβων. Και αυτό το επιχείρημα, για να είμαστε αντικειμενικοί, είναι ορθό, στο βαθμό βέβαια που ανταποκρίνεται σε γλωσσικά δεδομένα· η ιστορική του όμως αξία είναι περιορισμένη, διότι δε γνωρίζουμε, αν οι μεσαιωνικοί μας πρόγονοι χρησιμοποιούσαν, στον προφορικό τους λόγο, κάποιο άλλο όνομα, το οποίο δεν παραδίδεται στις πηγές, για το εθνολογικό αυτό στοιχείο ή αν ακόμα πίσω από τις αρχαϊζουσες ονομασίες που χρησιμοποιούν οι βυζαντινοί ιστορικοί (Σκύθαι, Μυρμιδόνες, Παίονες, Δαρδάνιοι, Μυσοί κ.τ.λ.) δεν κρύβονται οι Βλάχοι.

Ας σημειώσουμε εδώ ότι στην ιστορικο-εθνική αυτή διαμάχη μεταξύ σλάβων και ρουμάνων ερευνητών το όνομα της Θεσσαλονίκης κατέχει μια θέση-κλειδί, θέση, η οποία για κάθε ουδέτερα τρίτο έχει σαφώς διλημματικό χαρακτήρα (κάτι σαν το κλασικό λογικό αδιέξοδο της κότας με το αυγό). Από το σλαβικό Solun προέρχεται, κατά τους βούλγαρους, το βλάχικο Saruna, άρα οι Βλάχοι δανείστηκαν το όνομα της πόλης από τους σλάβους που βρήκαν εδώ, όταν αργότερα κατέβηκαν από τον Βορρά. Η ονομασία Saruna είναι, αντίθετα, κατά τους ρουμάνους και ορισμένους δυτικούς ερευνητές, η αρχαιότερη.

Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια γρήγορη ματιά στα ιστορικά δεδομένα στα οποία, όπως είπα, η γεωγραφική περιοχή μας έχει μια θέση-κλειδί, πριν προσθέσουμε και εμείς, για πρώτη φορά, ένα νέο επιχείρημα το οποίο αντλούμε από τις πηγές.

Οι μεσαιωνικές ελληνικές πηγές μας παρέχουν επαρκή τεκμήρια και μπορούμε να διαμορφώσουμε μια αντικειμενική εικόνα τόσο για τη σλαβική παρουσία στην περιοχή μεταξύ Βεροίας και Θεσσαλονίκης από τον 7ο έως τις αρχές του 10ου αιώνα, όσο, κυρίως για τη διεργασία εθνολογικής αφομοίωσης στην οποία υπόκεινται οι επήλυδες από την εγκατάστασή τους στο μακεδονικό αυτό χώρο. Το σλαβικό φύλο των Δρουγουβιτών, το οποίο εγκαθίσταται εδώ (και το οποίο, περεμπιπτόντως, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε σε άλλες μελέτες μας, δεν είναι εθνογλωσσικά συγγενές με τα υπόλοιπα νοτιοσλαβικά φύλα της περιοχής, αλλά ανήκει στο βόρειο σλαβικό κλάδο) θα ενταχθεί πολύ ενωρίς στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα, διότι, ήδη από τον 8ο αιώνα, το διοικούν διορισμένοι από τη βυζαντινή κεντρική εξουσία ομόγλωσσοί του, οι εμεπεπιστευμένοι άρχοντες, όπως τους αποκαλούν οι πηγές. Η βυζαντινή κεντρική εξουσία εφαρμόζει και εδώ, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του ιδρυτού της Μακεδονικής δυναστείας Βασιλείου Α΄ (867-886), μια συστηματική πολιτική ενσωμάτωσης στο κράτος, στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και ο εκχριστιανισμός των φύλων αυτών. Ο εκχριστιανισμός των Δρουγουβιτών θα πρέπει να είχε ήδη συντελεστεί κατά το έτος 879, διότι τότε απαντά για πρώτη φορά στις πηγές η μαρτυρία για την επισκοπή Δρουγουβιτείας.

Ιδιαίτερα σημαντικές στη συνάφεια αυτή είναι οι μαρτυρίες που μας παραδίδει μια αγιολογική πηγή, ο Βίος του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτη, ενός εικονολάτρη μοναχού, ο οποίος, γύρω στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, εγκαταλείπει τη μονή του στην πατρίδα του την Ισαυρία και εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη μέχρι το Φθινόπωρο του 842. Λίγο μετά την εγκατάστασή του όμως στην πόλη (γύρω δηλαδή στο 835) αποφασίζει ο Γρηγόριος, όπως παραδίδει ο Βίος του, να μονάσει στα δυτικά της Θεσσαλονίκης «προς τα των Σκλαβηνών μερών όρη», στην περιοχή δηλαδή του Βερμίου, όπου, όπως γνωρίζουμε είναι εγκατεστημένοι οι υπόφοροι προς το Βυζάντιο Δρουγουβίτες. Απόφαση, η οποία εντάσσεται πιθανώς στα πλαίσια μιας εργώδους ιεραποστολικής δραστηριότητος που διεξάγεται στην περιοχή αυτή. Απόφαση, η οποία, τελικά, δε θα πραγματοποιηθεί, διότι, όπως μαθαίνουμε από το Βίο του, προβλέπει ο Γρηγόριος μια πρόσκαιρη αιματηρή στάση «του της εκείνης Σκλαβηνίας εξάρχοντος» που θα συμβεί λίγο αργότερα.

Συγκρατώντας την ένδειξη της πηγής μας για παρουσία σλάβων υπηκόων του Βυζαντίου γύρω στα μέσα της τρίτης δεκαετίας του 9ου αιώνα στην περιοχή του Βερμίου, ας περάσουμε στη μαρτυρία μιας άλλης πηγής που είναι, κατά τη γνώμη μου αποφασιστική για την προβληματική μας. Περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, όπως περιγράφει ο εστεμμένος ιστορικός Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, δέχτηκε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ (842-867) στο παλάτι μια αντιπροσωπεία από σλάβους που προέρχονταν από την ευρύτερη διοικητική περιοχή (αρχοντία) δυτικά της Θεσσαλονίκης. Οι σλάβοι αυτοί προέρχονταν, αναφέρει ο Πορφυρογέννητος, από την περιοχή της Σουβδελητίας και προσέρχονταν στον αυτοκράτορα για να δηλώσουν την υποταγή και τη μετάνοιά τους, διότι είχαν επαναστατήσει και αφού ανέβηκαν στο βουνό της περιοχής τους, είχαν αρνηθεί πρόσκαιρα την υποταγή τους στη βυζαντινή αρχή.

Παρακάμπτοντας τις ενδιαφέρουσες μαρτυρίες των πηγών μας για τη θέση των σλάβων αυτών στο βυζαντινό κράτος θα μείνουμε για λίγο στο όνομα Σουβδελιτία, το οποίο, όπως διαπιστώνουμε από την πηγή μας στην περιοχή ενός βουνού (κατά τη γνώμη μου: στο Βέρμιο). Το όνομα αυτό δεν είναι φυσικά ελληνικό, αλλά ούτε προέρχεται από τη σλαβική γλώσσα. Μπορεί αντίθετα να ετυμολογηθεί από μία τρίτη γλώσσα, η οποία, τόσο από πλευρά φωνολογίας, όσο και λεξιλογίου, ανταποκρίνεται στα γνωρίσματα της νεορωμανικής γλώσσας των Βλάχων.

Αν η ετυμολόγηση την οποία προτείνουμε είναι ορθή, τότε έχουμε, νομίζω μια σοβαρή ένδειξη από τις πηγές ότι οι σλάβοι οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κατά τον 7ο αιώνα στην υπόρεια περιοχή (κατά τη γνώμη μου στην περιοχή του Βερμίου) που ονομάζεται Σουβδελιτία, πιθανώς δανείστηκαν το όνομα αυτό από τους Βλάχους που προϋπήρχαν εκεί. Οπωσδήποτε όμως η είδηση για τη Σουβδελιτία αποτελεί την πιο πρώιμη είδηση για τη γλωσσική παρουσία Βλάχων (μέσα του 9ου αιώνα) μια και η επόμενη χρονικά είδηση απαντά περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα (το έτος 976) στο Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτση.

------------------------------------------------------

Πτυχές της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς των Βαλκανικών λαών

Η νέα περίοδος για την ιστορία ολόκληρης της Ευρώπης, που ανέτειλε μετά το 1989, κατέστησε και πάλι επίκαιρη τη ρήση που αποδίδεται στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ότι δηλαδή η ιστορία των λαών υπαγορεύεται από τη γεωγραφική τους θέση. Αξίωμα, το οποίο, ασφαλώς για το Ναπολέοντα (όπως και για κάθε πολιτικό) είχε τη δική του, συναφή με τα σχέδιά του, ντετερμινιστική σημασία. Αντίθετα, για τον ακαδημαϊκό δάσκαλο, με την αφελή ίσως φιλοδοξία που τον χαρακτηρίζει, η ρήση αυτή αποκτά, ιδιαίτερα στις μέρες μας, ένα διαφορετικό νόημα. Στο σύντομο, λοιπόν, αυτό χαιρετισμό σε ένα συνέδριο οδοντιάτρων από το Βαλκανικό χώρο, που γίνεται στη γενέθλιο πόλη του, επέλεξε ο ομιλητής να παρουσιάσει δύο πτυχές από τη μακραίωνη συμβίωση των λαών μας στη γωνιά αυτή της Ευρώπης. Από το πλήθος των κοινών μας πολιτιστικών στοιχείων θα ρίξουμε μια σύντομη ματιά σε μια, όχι τόσο ευχάριστη είναι η αλήθεια, πτυχή της καθημερινότητας κατά το παρελθόν, ενώ στο δεύτερο μέρος, θα ανιχνεύσουμε την κοσμοπολιτική ατμόσφαιρα, που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη Θεσσαλονίκη.

1. Σε ένα σερβικό χειρόγραφο του 18ου αιώνα, το οποίο μέχρι το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο φυλασσόταν στην παλαιά εκκλησία του Σεράγεβο, υπήρχε –μεταξύ των άλλων ευχών που διαβάζει ο ορθόδοξος ιερέας στην εκκλησία για διάφορες ανάγκες της καθημερινής ζωής του ποιμνίου του και ένα σύντομο κείμενο με τον τίτλο: «Ευχή των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού για τα σκουλήκια, που ροκανίζουν τα δόντια…». Κείμενο, που παρουσιάζει καταρχήν ενδιαφέρον, διότι μαρτυρεί ακόμη μια φορά πόσο διαδεδομένη είναι σε όλους τους ορθοδόξους λαούς (από τη Ρωσία μέχρι τα Βαλκάνια) η λατρεία προς τους δύο Αγίους, οι οποίοι είναι ευρύτερα γνωστοί ως Άγιοι Ανάργυροι· οι Άγιοι ιατροί (Sveti Vlaci, όπως τους αποκαλούν οι σλαβικοί λαοί των Βαλκανίων), που προσφέρουν την ίαση από κάθε πόνο, σε όσους προστρέχουν στη χάρη τους.

Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του σύντομου αυτού κειμένου της προσευχής είναι η πεποίθηση ότι αιτία του πονόδοντου είναι κάποιο σκουλήκι, που έχει εισχωρήσει στο στόμα του πάσχοντος και πρέπει τώρα να εκδιωχθεί με την ευχή που θα διαβάσει ο ιερέας. Πεποίθηση, η οποία δεν περιορίζεται διόλου στη Σερβία του 18ου αιώνα, αλλά αντίθετα, αντικατοπτρίζει ένα πανάρχαιο ανθρωπολογικό στερεότυπο. Πράγματι –όπως προκύπτει από τις ειδικότερες μελέτες- η αντίληψη ότι κάποιο κακό πνεύμα έχει εισχωρήσει, με τη μορφή σκουληκιού, μέσα στην οδοντοστοιχία και κατατρώγει τις ρίζες, προκαλώντας πόνο στον πάσχοντα και απώλεια των δοντιών χαρακτηρίζει διαχρονικά την κάθε κοινωνία που βρίσκεται στο αρχικό πολιτιστικό στάδιο του μύθου. Έτσι, η αντίληψη αυτή μαρτυρείται ήδη από τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία του ανθρώπινου πολιτισμού (επιγραφές χαραγμένες σε πήλινες πλάκες της Βαβυλώνας, που περιέχουν συναφείς εξορκισμούς) και την ονομασία τερηδών (που αρχικά σημαίνει τίποτε άλλο παρά το έντομο που κατατρώγει τα ξύλα, το σαράκι) μέχρι σχεδόν τις μέρες μας, στην λαϊκή παράδοση των λαών της Β.Ευρώπης και της Σκανδιναβίας.

Παραλλαγές της ευχής, στην οποία προαναφερθήκαμε, μαρτυρούνται πολλές, τόσο στη σερβική όσο και στη βουλγαρική χειρόγραφη παράδοση. Αξίζει όμως εδώ να αναφέρουμε την παλαιότερη από αυτές (σε ένα χειρόγραφο του 14ου αιώνα, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της μονής Decani της Σερβίας), όπου αναφέρεται και το όνομα των αδηφάγων αυτών σκουληκιών, της τερηδόνος, ως migrani, δηλαδή ημίκρανα. Δεδομένο, το οποίο μας παραπέμπει στο πρωτότυπο κείμενο όλων αυτών των παραλλαγών που κυκλοφορούσαν στο μεσαιωνικό βαλκανικό χώρο και που δεν ήταν άλλο από κάποιο μεσαιωνικό ελληνικό, βυζαντινό, ευχολόγιο.

Ένας άλλος τύπος εξορκισμού των αλγεινών συνεπειών από την τερηδόνα, που είναι επίσης ευρύτατα διαδεδομένος στο χώρο των Βαλκανίων μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, είναι εκείνος που ανακάλυψε ο άγγλος εθνολόγος G.F.Abbott σε ένα ελληνικό χειρόγραφο από τη Μακεδονία. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από ένα «ιατροσόφιον ωφέλιμον» του 18ου αιώνα, γραμμένο από τον Κωνσταντίνο Ριζιώτη «την τέχνην ιατρού». Οι συμβουλές που δίνει για τον πονόδοντο: «Εις πόνον οδόντων κάμε τούτο το σημάδιν και στήσαι το μαχαίρι εις το κακούδιν (=χαλασμένο δόντι) το εμπρός και λέγε το Πάτερ ημών· και εκείνος όπου πονεί να λέγη το Κύριε ελέησον· και ύστερον έφυγεν από το πρώτον κακούδι ας βάλη εις το δεύτερον, ομοίως και εις το τρίτον, και χάριν θεού ιαθήσεται».

2. Το έτος 1537 ένας εβραίος ποιητής από τη Φεράρα, ο Σαμουέλ Ούσκουε, θα αποκαλέσει πρώτος τη Θεσσαλονίκη «μητέρα του Ισραήλ». Προσδιορισμός, που αντανακλά όχι μόνο τη σημασία της Μακεδονικής μητρόπολης για τον εβραϊκό πολιτισμό, αλλά αποδίδει πιστά μια έκφανση της διαχρονικά κοσμοπολιτικής της φυσιογνωμίας.

Πράγματι, η χριστιανική πόλη του Αγίου Δημητρίου δεν είναι, το 1492, απλώς το καταφύγιο για τους χιλιάδες καταδιωγμένους από την Καστίλια και την Αραγώνα, αλλά θα γίνει η στοργική μάνα με τις φημισμένες συναγωγές, όπου ανθούν οι βιβλικές σπουδές κατά τους 16ο και 17ο αιώνες, αλλά και εκείνη, όπου, το 1655, θα διχάσει με τα κηρύγματά του ο ψευδο-Μεσσίας Σαμπετάι Σεβή την εβραϊκή κοινότητα· η πόλη των εβραίων πατρικίων, αλλά και των προλετάριων της πρώτης σοσιαλιστικής ομοσπονδίας στην Ελλάδα, της «Φεντερασιόν» του Α.Μπεναρόγια· η πόλη, τέλος, οι δρόμοι της οποίας αντηχούσαν επί αιώνες τα σπανιόλικα λαϊκά τραγούδια, μέχρι το τραγικό τέλος του ολοκαυτώματος, το Φλεβάρη του 1943.

Η «εν ταις υπ’ ουρανόν πόλεσι πάνυ λαμπρόν φαίνουσα» Θεσσαλονίκη (κατά το σοφό μητροπολίτη της Ευσταθίο του 12ου αιώνα) αποτελεί το χώρο εκείνο, όπου ένας μακρόθυμος genius loci, μια εντόπια θεότητα, ευνόησε τη γένεση και την ανάπτυξη μιας πολυσχιδούς πνευματικής ατμοσφαίρας, που ξεπερνά τα στενά όρια μιας και μόνο εθνοφυλετικής κοινότητας. Η τοπική αυτή ιδιαιτερότητα της βυζαντινής συμβασιλεύουσας είναι ακριβώς εκείνη, που θα την αναδείξει σε ένα κατεξοχήν πρωτογενείς πνευματικό κέντρο των ομοδόξων μας σλαβικών λαών, οι οποίοι δεν έπαψαν ποτέ να θεωρούν τη γενέτειρα των δύο Ελλήνων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου ως λίκνο του δικού τους πολιτισμού.

Η αχλύς του μυθικού, του υπερβατικού, περιβάλλει στη σλαβική παράδοση τη Θεσσαλονίκη ήδη από τις πρώτες στιγμές της ελληνο-σλαβικής συνάντησης, όταν, στις αρχές του έβδομου αιώνα, αντικρύζουν τα σλαβικά φύλα για πρώτη φορά τα θεώρατά της τείχη. Το όνομα που θα της δώσουν (Solun), θεωνύμιο από την υπερβατική σφαίρα της παγανιστικής τους θρησκείας, αντανακλά το δέος με το οποίο προσέρχονται οι επήλυδες στον κόσμο της καθ’ ημάς Ανατολής. Κατά τους δέκα τρεις αιώνες που έχουν κυλήσει από τότε, η Θεσσαλονίκη θα χαραχθεί στη συνείδηση των λαών αυτών της Βυζαντινής κοινοπολιτείας ως η κοιτίδα του γραπτού τους πολιτισμού.

Πριν από χίλια εκατό και πλέον έτη, η εμπορική επικοινωνία της πόλης με τα σλαβικά φύλα που είναι εγκατεστημένα στα περίχωρά της και στην ευρύτερη βαλκανική ενδοχώρα λειτουργεί άριστα και οι Θεσσαλονικείς διάγουν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ντόπιου χρονικογράφου Ιωάννη Καμινιάτη, «εν θαυμάσια ειρήνη» με τους αλλόγλωσσους γείτονές τους. Η Θεσσαλονίκη, προπύργιο απόρθητο της Ρωμιοσύνης, έχει από την πρώτη στιγμή, το δικό της τρόπο να «κατακτήσει» τον σλαβικό της περίγυρο. Το ειρηνικό modus vivendi, η ανεκτικότητα απέναντι στους αλλόγλωσσους γείτονες και η αρμονική οικονομική συμβίωση είναι η μέθοδος που κατέχουν τόσο σοφά οι κάτοικοί της· μέθοδος που, σήμερα όπως και τότε, συναντά την κοντόφθαλμη καχυποψία της Πρωτεύουσας. Χαρακτηριστικό και με επίκαιρες αναλογίες είναι το επεισόδιο που μας παραδίδει, από το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα, ένας ανώνυμος κληρικός της πόλης του Αγίου Δημητρίου: όταν, ύστερα από αναφορές του διορισμένου επάρχου, οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στην Κωνσταντινούπολη ένας γειτονικός σλάβος φύλαρχος, ήταν και οι πρόκριτοι των Θεσσαλονικέων μεταξύ εκείνων που παρακάλεσαν τον αυτοκράτορα να τον απελευθερώσει.

Ο 9ος αιώνας, αλλά και εκείνοι που θα τον ακολουθήσουν, θα αποδειχθεί σημαδιακός για την πνευματική ατμόσφαιρα της πόλης, αλλά και αποφασιστικός για την ανύψωση ενός ολόκληρου κόσμου από το στάδιο του προφορικού σε εκείνο του γραπτού πολιτισμού. Κατά τα έτη 840-843 το μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης κοσμεί μια προσωπικότητα που θα αναδειχθεί σε σκαπανέα για την πρόοδο των θετικών επιστημών: ο μητροπολίτης Λέων είναι εκείνος που, στα νιάτα του ακούραστος συλλέκτης παλαιών χειρογράφων από απρόσιτες βιβλιοθήκες, θα ανασύρει από τη λήθη τις ξεχασμένες θεωρίες των Αλεξανδρινών μαθηματικών και θα επαναδιατυπώσει το Ευκλείδιο Θεώρημα, για να το μεταδώσει στους σοφούς του Χαλιφάτου της Βαγδάτης, από όπου, αιώνες αργότερα, θα περάσει στη «φωτισμένη» Δύση.

Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Λέων, είναι εκείνος που, μόνος σε έναν κόσμο υποτελή στην υπερβατική «επιταγή του γράμματος», αναγνωρίζει μια λησμονημένη αντικειμενική Αλήθεια: ότι τα γράμματα του αλφαβήτου που θεωρούνται ως ιερές και απόλυτες αξίες δεν είναι παρά σημεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σύμβολα για την κατανόηση αντικειμενικών μαθηματικών νόμων και αρμονικών γεωμετρικών σχέσεων. Η επαναδιατύπωση, ύστερα από πέντε περίπου αιώνες λήθης, του αλγεβραϊκού συμβολισμού αποτελεί το δώρο που προσέφερε στην παγκόσμια επιστημονική σκέψη, ο λησμονημένος ίσως από πολλούς σήμερα μητροπολίτης του «σκοτεινού» Μεσαίωνα.

Μέσα από την ιστορική αλληλουχία αναδεικνύεται όμως και μια δεύτερη, εξαιρετικά επίκαιρη σήμερα, διάσταση της προσφοράς του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Λέοντα. Ένας μαθητής του, ο Κωνσταντίνος που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 827, θα εφαρμόσει τη διδασκαλία του στην πράξη, με αποτελέσματα που θα επιφέρουν μια, κυριολεκτικά, πολιτισμική επανάσταση: πρώτος αυτός (που θα περάσει στην Ιστορία ως ο φωτιστής των Σλάβων Άγιος Κύριλλος) θα μελετήσει τη γλώσσα των σλαβικών φύλων, που είναι εγκατεστημένα στα περίχωρα της γενέθλιας πόλης του, για να μεταφέρει σε ένα μεγάλο μέρος του σλαβικού κόσμου το μήνυμα Αγάπης και Ειρήνης του Ευαγγελίου.

Όργανο του γραπτού λόγου, που θα θεμελιώσει στο εξής την αυτόνομη ύπαρξη των ορθοδόξων σλάβων μέσα στην ευρωπαϊκή πολιτισμική σύνθεση, θα είναι το γλαγολιτικό αλφάβητο, μια πρωτοποριακά ιδιοφυής σύλληψη του Κωνσταντίνου, ένα σύστημα γραφικών συμβόλων που αποδίδουν επακριβώς τις φωνητικές ιδιαιτερότητες της σλαβικής λαλιάς που ακουγόταν στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης κατά τον 9ο αιώνα. Ο μεσαιωνικός ελληνισμός και, ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη του «σκοτεινού» 9ου αποτελούν, λοιπόν, ένα λαμπρό φάρο για τον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο και παράδειγμα μακρόθυμης ανεκτικότητας της καθ’ ημάς Ανατολής. Αντικειμενικό δεδομένο, το οποίο δε λησμονούν σήμερα όλοι οι ομόδοξοί μας σλαβικοί λαοί, οι οποίοι δεν έχουν πάψει να τιμούν, έστω και με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο θεώρησης του ιστορικού παρελθόντος, τη μνήμη των δύο Αγίων Θεσσαλονικέων αδελφών.

-----------------------------------------------------------

Από την επικοινωνία Ελλήνων και Σλάβων κατά το Μεσαίωνα: η σλαβική ονοματοθεσία της Θεσσαλονίκης

Το θέμα που θα μας απασχολήσει εδώ έχει μια διαχρονική, άρα επίκαιρη, έκφανση. Στις μέρες μας (που σύνορα – φραγμοί ξανάνοιξαν το δρόμο σε μυριάδες ανθρώπινες ελπίδες για μια καλύτερη τύχη) ζωντανεύουν και πάλι σκηνές καθημερινής επικοινωνίας στην πόλη μας, που, απαράλλακτες, θα εκτυλιχθούν πριν από 13 αιώνες γύρω από τα κραταιά της τείχη. Ο «ξένος» που απλώνει τη φτηνή πραμάτεια του μπροστά στον «ντόπιο», ο αλλόγλωσσος που είναι πρόθυμος να βοηθήσει με μικρό αντάλλαγμα στη σοδειά του γηγενή, είναι οι καθημερινές εκείνες σκηνές του τότε και του σήμερα. Όπως οι ρωσόφωνοι πωλητές στις λαϊκές αγορές, οι βούλγαροι εποχιακοί εργάτες γης ή οι αλβανοί που σιτίζονται δωρεάν στη φοιτητική λέσχη αποτελούν για μας τη θεατή, την «καθημερινή» όψη των «μεγάλων» γεγονότων που συντελούνται σήμερα στην Α.Ευρώπη, έτσι και οι σλάβοι γεωργοί που εγκαθίστανται κατά την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα γύρω από τη Θεσσαλονίκη είναι για τους βυζαντινούς μας προγόνους η ορατή πλευρά του φαινομένου που θα καταγραφεί στην Ιστορία ως «κάθοδος των Σλάβων».

Η ιστορική θεώρηση από τη σκοπιά του «μικρού» ανθρώπου μας οδηγεί, λοιπόν, στο ερώτημα: ποια είναι η εικόνα που θα αποκομίσει το γηγενές, το ελληνόφωνο, στοιχείο για τους Σλάβους, όταν οι τελευταίοι θα εγκατασταθούν (μέσα στις πρώτες στις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα) σποραδικά κατά φύλα στον ελλαδικό χώρο; Ποιες είναι οι ιδεολογικές προϋποθέσεις, τα αισθητικά κριτήρια, η νοοτροπία που υπαγορεύουν κάποια διυποκειμενικά, συλλογικά στερεότυπα, μέσα στα οποία εντάσσουν οι γηγενείες Γραικοί τους νεοφερμένους «βαρβάρους» και πως αντικρύζουν οι τελευταίοι τον καινούργιο κόσμο; Με άλλα λόγια: ποια είναι τα στοιχεία στη νοοτροπία και των δύο πλευρών, που χαρακτηρίζουν το ξένο;

Στο, αυτονόητα διαχρονικό, αυτό ερώτημά μας βοηθούν να απαντήσουμε, έστω και αποσπασματικά, τα λίγα σπαράγματα από ιστορικά τεκμήρια που έχουν διασωθεί.

Σε ό,τι αφορά στην ελληνόφωνη πλευρά: οι λιγοστές ενδείξεις από τις πηγές μας διασώζουν μιας εικόνα, η οποία, σε πολύ αδρές γραμμές, φανερώνει κάποια κοινωνιολογική διαφοροποίηση. Διαφορετικά είναι, έτσι, τα κριτήρια (ή τα στερεότυπα), κάτω από το πρίσμα των οποίων θα δει το ξένο αυτό φύλο ο βυζαντινός λόγιος, από εκείνα που θα διαμορφώσουν την εικόνα του απλού, του «καθημερινού», Γραικού για τον καινούργιο του γείτονα.

Ας πάρουμε ως παράδειγμα μιαν από τις πλέον πρώιμες ενδείξεις. Η εικόνα που παραδίδει ο ανώνυμος συντάκτης του δευτέρου βιβλίου των «Θαυμάτων» του Αγίου Δημητρίου για τα σλαβικά φύλα, που έχουν εγκατασταθεί από τις αρχές του 7ου αιώνα στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, προδίδει τα σημάδια μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας. Για τον ανώτερο αυτό κληρικό της Θεσσαλονίκης, ο οποίος παρακολουθεί ως αυτόπτης τα γεγονότα που διαδραματίζονται έξω από τα τείχη της πόλης του, το γνώρισμα εκείνο που ξεχωρίζει το ξένο αυτό εθνολογικό στοιχείο από τα μέλη του ποιμνίου του είναι ο διαφορετικός ηθικός κώδικας, στον οποίο εκείνο υπακούει. Η «διαφορετικότητα» των Σλάβων δεν περιγράφεται από το συντάκτη της πηγής μας ως μια εθνολογική κατηγορία, αλλά ταυτίζεται με το δεδομένο ότι αποτελούν εκείνοι το «ειδωλόπηκτον και αθεμιτόγαμον και παράνομον έθνος».

Το κατεξοχήν, όμως, κριτήριο, που ισχύει τόσο κατά το Μεσαίωνα όσο και σήμερα, δεν είναι παρά η αρχέγονη, η ενστικτώδης αισθητική αντίληψη για το ομοειδές: στα μάτια ενός δεδομένου, εθνογλωσσικά συμπαγούς, συνόλου ξεχωρίζει ο «ξένος» από τη διαφορετική του εξωτερική εμφάνιση καθώς και από το διαφορετικό κώδικα προφορικής επικοινωνίας που χρησιμοποιεί. Ο κανόνας αυτός βρίσκει την επιβεβαίωσή του και στη μαρτυρία του ανωνύμου συντάκτη των «Θαυμάτων», ο οποίος μας πληροφορεί ότι ο σλάβος φύλαρχος, ο «φορων ρωμαιον σχημα και καλων τη ημετέρα διαλέκτω», μπορεί, ανενόχλητος και απαρατήρητος, να κυκλοφορεί ανάμεσα στους πολίτες της Βασιλεύουσας.

Το «αλλότριον είδος», τα διαφορετικά φυλετικά γνωρίσματα, είναι η πρώτη εικόνα των Γραικών για τους επήλυδες· μια εικόνα που θα μείνει ανεξίτηλη, μέχρις ότου αφομοιωθούν γλωσσικά οι Σλαβοί που έχουν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο. Η περίπτωση των Σλάβων της Πελοποννήσου (μιας περιοχής, όπου μαρτυρείται από τις πηγές μόνιμη η εγκατάσταση Σλάβων από το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα, αλλά και η διαδικασία της εθνολογικής του αφομοίωσης κατά τη διάρκεια των επομένων οκτώ εκατονταετιών) είναι χαρακτηριστική: Τους Σλάβους εκείνους, που θα εγκατασταθούν πολύ πριν από τα μέσα του 9ου στις δυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου (στη σημ. Μεσσηνιακή Μάνη) και θα διατηρήσουν τη γλωσσική τους ταυτότητα μέχρι σχεδόν την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οι γηγενείς Γραικοί θα τους ξεχωρίσουν σύμφωνα με ένα, ξέχωρο γι’ αυτούς, εξωτερικό γνώρισμα. Οι αλλόγλωσσοι με την καστάνη, τη μελένια κόμη, οι Μελιγγοί, είναι το ελληνικό εθνωνύμιο, με το οποίο παραδίδεται το σλαβικό αυτό φύλο στις πηγές.

Με την παραπάνω, όμως, ονοματοδοσία επιβεβαιώνει η μαρτυρία του απλού ελληνόφωνου κατοίκου της Πελοποννήσου τις ειδήσεις που μας παραδίδει ο λόγιος ιστορικός της ιουστινιάνειας περιόδου, ο Προκόπιος, για το «είδος» (την εξωτερική εμφάνιση) των σλαβικών φύλων κατά τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα: «Ευμήκεις τε γαρ και άλκιμοι διαφερόντως εισίν άπαντες, τα δε σώματα και τας κόμας ούτε λευκοί εσάγαν ή ξανθοί εισίν ούτε πη ες το μέλαν αυτοις παντελως τέτραπται, αλλ’ υπέρυθροι εισίν άπαντες».

Μιαν έκφανση του φαινομένου που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε εδώ αποτελεί και η συλλογική συμπεριφορά εκείνη, η οποία θεωρείται κατ’ αρχήν ότι χαρακτηρίζει μόνο τα κοινωνικά σύνολα μιας πιο πρόσφατης περιόδου. Πρόκειται για το φαινόμενο εκείνο, το οποίο συμβατικά –για ν’ αποφύγουμε τη χρήση όρων, όπως «ρατσισμός» ή «φυλετική προκατάληψη», που είναι φορτισμένοι με σύγχρονές μας ιδεολογικές κατηγορίες- θα αποκαλούσαμε εδώ ως το «σύνδρομο του Shylock». Ο ορισμός που θα μπορούσαμε να δώσουμε στο σύνδρομο αυτό θα ήταν ότι πρόκειται για την: «επιδεικτικά εμφανή άρνηση ενός, κατά κανόνα, ευπόρου κοινωνικού στρώματος να αποδεχθεί ως ισότιμο μέλος του τον ξένο που αναρριχήθηκε μεν οικονομικά, φέρει, ωστόσο, εμφανή τα γνωρίσματα (ξενική προφορά, φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά κ.τ.λ.) της αλλοδαπής προέλευσής του».

Ως αυτονόητα διαχρονικό φαινόμενο, η συλλογική αυτή συμπεριφορά δεν παύει να χαρακτηρίζει και τα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας. Θα αναφερθούμε εδώ σε ένα μόνο παράδειγμα –το οποίο, άλλωστε, βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη θεματική μας-, στην περίπτωση του Νικήτα από την Πελοπόννησο. Ο, προφανώς σλαβικής καταγωγής, πλούσιος αυτός γαιοκτήμονας από την επαρχία κατόρθωσε μεν να ανέλθει κοινωνικά μέχρι το παλάτι της Βασιλεύουσας, μια και πάντρεψε την κόρη του Σοφία με το Χριστόφορο, το γιο του Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού, δεν κατάφερε, ωστόσο, να αποφύγει τα χαιρέκακα σχόλια του αυλικού περιβάλλοντος για τη φυσιογνωμία του που θύμιζε, δήθεν, την ξενική του προέλευση. Παραδόθηκε, λοιπόν, ο Νικήτας, ο συμπέθερος του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄, στη μνήμη των μεταγενέστερων ως η «γαρασδοειδής όψις εσθλαβωμένη»· ο άνθρωπος με τη «σλαβική» φυσιογνωμία.

Ας περάσουμε όμως, εγκαταλείποντας την πλευρά των «Γραικών» (με όσες αντιδράσεις τους απέναντι στους «βαρβάρους» μας επιτρέπουν να ψηλαφήσουμε οι πηγές), στην απέναντι, την, φαινομενικά, «βουβή» πλευρά. Εδώ, νομίζω, η μέθοδος της ιστορικής ιχνηλάτησης μέσω των παραθεμάτων από αφηγηματικές πηγές, θα αποτελούσε ματαιοπονία: οι μάρτυρές μας (τα ξένα αυτά φύλα που εγκαθίστανται στον ελλαδικό χώρο κατά τον 7ο αιώνα, αλλά και ολόκληρος ο σλαβικός κόσμος) επικοινωνούν και εκφράζονται αποκλειστικά με το δικό τους, τον προφορικό κώδικα. Από τον κόσμο, ωστόσο, αυτόν του προφορικού πολιτισμού έχουν διασωθεί σπαράγματα –μάρτυρες παό την εποχή της άφιξης των σλαβικών φύλων στο γεωγραφικό μας χώρο. Τα τοπωνύμια με σλαβικό έτυμο που έχουν «απολιθωθεί» στην Ελλάδα δεν αποτελούν μόνο γλωσσικά κατάλοιπα, αλλά, παράλληλα, διασώζουν πτυχές από το σημειωτικό κώδικα του γλωσσικού τους φορέα, των Σλάβων της Ελλάδος. Από την άποψη αυτήν, αποτελούν τα τοπωνύμια ιστορικά τεκμήρια και, ταυτόχρονα, τη μοναδική μαρτυρία που έχει διαφυλάξει σπαράγματα, έστω, από τη θεώρηση της «άλλης» πλευράς, εκείνης που θα παραμείνει «βουβή» στις γραπτές ιστορικές πηγές.

Θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμισθεί εδώ ότι η συλλογή ιστορικών πληροφοριών με τη βοήθεια της ιστορικής γλωσσολογίας από γλωσσικά κατάλοιπα (μια «λύση αμηχανίας» για τον καθαρόαιμο ιστορικό) δεν αποτελεί βέβαια νεωτεριστικό εγχείρημα: σχεδόν το σύνολο των πορισμάτων, στα οποία έχουμε καταλήξει και τα οποία ρίχνουν κάποιο φως στην προϊστορία των σλαβικών φύλων –πριν δηλαδή εμφανιστούν εκείνα, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, στις ιστορικές πηγές-, στην αρχική τους κοιτίδα, στις επαφές με άλλους λαούς, στην οικονομική και πολιτειακή τους οργάνωση κ.τ.λ., οφείλονται στη γλωσσολογική έρευνα. Ξεκινώντας, λοιπόν, από την ετυμολόγηση της σλαβικής ονοματοδοσίας της μεγαλούπολης εκείνης, έξω από τα τείχη της οποίας θα εγκατασταθεί κατά την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα το νέο αυτό εθνογλωσσικό στοιχείο, θα προσπαθήσουμε να δούμε και μεις τα πρώρα στάδια επικοινωνίας του ελληνικού με το σλαβικό κόσμο από την οπτική γωνία του δευτέρου.

Η σλαβική ονοματοδοσία της μακεδονικής μητροπόλεως δεν έχει μέχρι σήμερα διευκρινισθεί ικανοποιητικά. Όλες οι προσπάθειες ετυμολόγησης του σλαβικού ονόματος Solun ξεκινούν από την προϋπόθεση ότι αυτό προήλθε είτε από το δημώδη τύπο Σαλονίκη, είτε από τον τύπο Saruna της Αρωμουνικής. Η ερμηνεία όμως αυτή προσκρούει σε μιαν ανυπέρβλητη, κατά τη γνώμη μου, δυσκολία, μια και δε μας παρέχει μια ευλογοφανή εξήγηση, γιατί αποβλήθηκε η κατάληξη –ίκη στα σλαβικά. Η επικρατέστερη από τις παρόμοιες προσπάθειες ετυμολόγησης (η οποία διατυπώθηκε πριν από 60 περίπου χρόνια από το βούλγαρο γλωσσολόγο Stojan Romanski) λαμβάνει, μάλιστα, ως δεδομένο ένα εξωγλωσσικό φαινόμενο, το οποίο είναι αδύνατο να καταδειχθεί: κατά το βούλγαρο γλωσσολόγο οι Σλάβοι, ακούγοντας τον τύπο «Σαλουνίκ» εξέλαβαν την κατάληξη ικ(η) ως υποκοριστικό επίθημα και, επειδή τους φαινόταν παράλογο να χρησιμοποιούν για μια μεγαλούπολη ένα υποκοριστικό όνομα, απάλειψαν με την καθημερινή χρήση του ονόματος της «υποκοριστική» κατάληξη –ικη.

Η λύση, ωστόσο, είναι απλούστερη και ανταποκρίνεται απόλυτα στη μορφολογία των σλαβικών γλωσσών: το όνομα Solun αποτελεί παράγωγο που σχηματίστηκε από το προσηγορικό Solь = «αλάτι» μέσω του επιθήματος –un. Θα μπορούσαμε λοιπόν, περνώντας στο σημασιολογικό περιεχόμενο του ονόματος, να συμπεράνουμε ότι η Θεσσαλονίκη ήταν για τους Σλάβους η «πόλη του αλατιού», ερμηνεία που ενισχύεται, άλλωστε, από μαρτυρίες του 7ου αιώνα για την ύπαρξη μεγάλων αλυκών στην πόλη του Αγίου Δημητρίου.

Αξίζει, όμως, να σημειωθεί εδώ ότι η ονοματοδοσία αυτή δε φέρει ένα από τα επιθήματα, με τα οποία σχηματίζονται τα συνήθη σλαβικά τοπωνύμια. Το επίθημα «un», όπως πολύ πειστικά έδειξε ο R.Jakobson, χαρακτηρίζει κατά την πρώιμη αυτή περίοδο (7ος αιώνας) αποκλειστικά τα θεοφόρα και τα μυθολογικά ονόματα της Κοινής Σλαβικής. Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποθέσει κανείς ότι οι «βάρβαροι» εξωτερίκευσαν το δέος με το οποίο αντίκρυζαν την «πόλη του αλατιού» (πολύτιμου οικονομικού αγαθού για την εποχή εκείνη), προσδίδοντας σ’ αυτήν ένα όνομα-ταμπού;

Θα διστάζαμε ίσως να απαντήσουμε καταφατικά, αν δε μας ενθάρρυνε η ύπαρξη ενός δεύτερου, ταυτόσημου τεκμηρίου στον ελληνικό χώρο: η σλαβική ονομασία της Λαμίας, πόλης που δεσπόζει στο σιτοβολώνα της Α.Στερεάς, είναι Zitun (=Ζητούνι). Τοπωνύμιο που, μορφολογικά, έχει την ίδια προέλευση, μια και σχηματίστηκε με το ίδιο ακριβώς επίθημα (-un) από το σλαβικό προσηγορικό zito = «σιτάρι».

Το σημειωτικό ζεύγος «ψωμί-αλάτι» που αντανακλάται από τα δύο σλαβικά τοπωνύμια έχει αρχέγονες ρίζες στη σλαβική παράδοση που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας ως τελετουργικός συμβολισμός κατά την τιμητική υποδοχή των ξένων. Η ανίχνευσή του στον προφορικό κώδικα των Σλάβων εκείνων, που διεισδύουν στον ελλαδικό χώρο ως έποικοι και καλλιεργητές, θα μας επέτρεπε ίσως να δούμε και εμείς σήμερα από τη δική τους σκοπιά το νέο κόσμο που θα τους περιβάλλει, μέχρις ότου απωλέσουν οριστικά την εθνογλωσσική τους ταυτότητα.

No comments: